διαχυτικός

διαχυτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που εκδηλώνει με μεγάλη θέρμη συναισθήματα φιλίας, αγάπης και χαράς, ο ανοιχτόκαρδος: Η γυναίκα του είναι πάντα διαχυτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαχυτικός — able to dissolve masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχυτικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάχυση ή στις διαχύσεις 2. συναισθηματικός, ανοιχτόκαρδος αρχ. ο ικανός για διάχυση* …   Dictionary of Greek

  • διαχυτικά — διαχυτικός able to dissolve neut nom/voc/acc pl διαχυτικά̱ , διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc/acc dual διαχυτικά̱ , διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχυτικόν — διαχυτικός able to dissolve masc acc sg διαχυτικός able to dissolve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχυτικοί — διαχυτικός able to dissolve masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχυτικῆς — διαχυτικός able to dissolve fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχυτική — διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχυτικήν — διαχυτικός able to dissolve fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχυτικῷ — διαχυτικός able to dissolve masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάθερμος — η, ο (Α διάθερμος, ον) 1. διάπυρος, υπέρθερμος 2. ένθερμος, υπερενθουσιώδης, διαχυτικός αρχ. αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία ή ευέξαπτο χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”